- εποχεύς
- (-εως) ο1) тормоз; 2) тот, кто тормозит, препятствует, сдерживает
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εποχέας — ο (Α ἐποχεύς) [επέχω] 1. αυτός που εμποδίζει, συγκρατεί 2. εξάρτημα άμαξας με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση τών πίσω τροχών στον κατήφορο, η τροχοπέδη … Dictionary of Greek